Χρήστης:Flyax/ζήτηση/ρήματα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

α - λ[επεξεργασία]

αντιστρέφομαι, αξιώνομαι, αποβουτυρώνομαι, απογαλακτίζομαι, αποδοκιμάζομαι, αποδυναμώνομαι, απομαγνητοφωνούμαι, αποσταθεροποιούμαι, αυξομειώνομαι, αφήνομαι, αφιονίζομαι, αφυδατώνομαι, αφυπνίζομαι, γδέρνομαι, δημοπρατούμαι, διαβιβάζομαι, διαφημίζομαι, διαχέομαι, διευκρινίζομαι, διοργανώνομαι, διοχετεύομαι, επιβεβαιώνομαι, επιλύομαι, επισημαίνομαι, επισημοποιούμαι, επιστρατεύομαι, επιφορτίζομαι, επωάζομαι, ερευνώμαι, ευαισθητοποιούμαι, θορυβούμαι, ιδιωτικοποιούμαι, καταντροπιάζομαι, καταπολεμώμαι, καταϋποχρεώνομαι, κοψομεσιάζομαι, λυτρώνομαι

μ - ο[επεξεργασία]

π[επεξεργασία]

παγιδεύομαι, παγιώνομαι, παίζομαι, παίρνομαι, πακτώνομαι, παλινορθώνομαι, παλουκώνομαι, παραβλέπομαι, παραγγέλλομαι, παραγεμίζομαι, παραγοντοποιούμαι, παραδειγματίζομαι, παραγνωρίζομαι, παραγράφομαι, παραζαλίζομαι, παραζεσταίνομαι, παραθερμαίνομαι, παρακαλούμαι, παρακάμπτομαι, παρακολουθούμαι, παρακρατούμαι, παρακωλύομαι, παραλαμβάνομαι, παραλλάσσομαι, παραπέμπομαι, παραπλανώμαι, παραπλανιέμαι, παρασημοφορούμαι, παραπληροφορούμαι, παραποιούμαι, παρατεντώνομαι, παρατιέμαι, παραχαράσσω, παραχαράσσομαι, παραχώνομαι, παραχωρούμαι, παρενοχλούμαι, παρερμηνεύομαι, παρέχομαι, παροχετεύομαι, προθερμαίνομαι, πασαλείβομαι, πασπαλίζομαι, παστεριώνομαι, πατάσσομαι, πατικώνομαι, πειθαναγκάζομαι, πειράζομαι, πελεκιέμαι, πέμπομαι, περιλαμβάνομαι, περιγράφομαι, περιελίσσομαι, περιθωριοποιούμαι, περικλείομαι, περικυκλώνομαι, περιπλέκομαι, πηδιέμαι, πιάνομαι, πιέζομαι, πισσώνομαι, πιστοποιούμαι, πλάθομαι, πλαισιώνομαι, πλακοστρώνομαι, πλανεύομαι, πλανίζομαι, πλαστικοποιούμαι, πλαστογραφούμαι, πλέκομαι, πλευριτώνομαι, πληγώνομαι, πληκτρολογούμαι, πλήττομαι, ποδηγετούμαι, ποδοπατούμαι, ποιμαίνομαι, πολιορκούμαι, πολτοποιούμαι, πολυγραφούμαι, πολώνομαι, ποντίζομαι, ποτίζομαι, πουλιέμαι, πραγματοποιούμαι, πραγματώνομαι, πριμοδοτούμαι, πριονίζομαι, προασπίζομαι, προβιβάζομαι, προβλέπομαι, προγραμματίζομαι, προδιαγράφομαι,

σ[επεξεργασία]

συγγράφομαι, συγκαλούμαι, συγκαλύπτομαι, συγκαταλέγομαι, συγκλονίζομαι, συγκροτούμαι, συγχρηματοδοτούμαι, συγχρονίζομαι, συγχωρούμαι, συδαυλίζομαι, συζευγνύομαι, συζητιέμαι, συκοφαντούμαι, συλλαβίζομαι, συλλαμβάνομαι, συλλέγομαι, συλούμαι, συμμαζεύομαι, συμπαθιέμαι, συμπεριλαμβάνομαι, συμπηγνύομαι, συμπιέζομαι, συμπληρώνομαι, συμφιλιώνομαι, συμφωνούμαι, συμψηφίζομαι, συνάγομαι, συναιρούμαι, συναπαρτίζομαι, συναποτελούμαι, συναποφασίζομαι, συνάπτομαι, συναρθρώνομαι, συναρμόζομαι, συναρμολογούμαι, συνασπίζομαι, συνδιαλλάσσομαι, συνδυάζομαι, συνεγείρομαι, συνειδητοποιούμαι, συνεκτιμώμαι, συνενώνομαι, συνεξετάζομαι, συνεπαίρνομαι, συνετίζομαι, συνεχίζομαι, συνηθίζομαι, συνθλίβομαι, συνοδεύομαι, συνομολογούμαι, συνοψίζομαι, συνταγογραφούμαι, συνταράζομαι, συνταυτίζομαι, συντηρούμαι, συντομεύομαι, συντονίζομαι, συντρίβομαι, συντροφεύομαι, συνυποβάλλομαι, συνυπολογίζομαι, συνυφαίνομαι, συρράπτομαι, συσκευάζομαι, συσκοτίζομαι, συσπειρώνομαι, συσσωματώνομαι, συσσωρεύομαι, συστηματοποιούμαι, συστρέφομαι, συσφίγγομαι, σφαγιάζομαι, σφηνώνομαι, σφίγγομαι, σφιχτοδένομαι, σφουγγαρίζομαι, σφουγγίζομαι, σφραγίζομαι, σφυγμομετρούμαι, σφυρηλατούμαι, σχηματίζομαι, σχίζομαι, σωρεύομαι, σωριάζομαι, σωφρονίζομαι

τ[επεξεργασία]

ταμπουρώνομαι, ταπετσάρομαι, τειχίζομαι, τελειοποιούμαι, τεμαχίζομαι, τιθασεύομαι, τηρούμαι, τηλεφωνιέμαι, τεχνουργούμαι, τετραγωνίζομαι, τετραπλασιάζομαι, τιμώμαι, τιμωρούμαι, τινάζομαι, τιτλοδοτούμαι, τιτλοφορούμαι, τοιχίζομαι, τοιχοκολλούμαι, τοκίζομαι, τονίζομαι, τονώνομαι, τραγουδιέμαι, τουφεκίζομαι, τρέπομαι, τριπλασιάζομαι, τροποποιούμαι, τροφοδοτούμαι, τροχίζομαι, τρυγιέμαι, τρυπιέμαι, τσαλαπατιέμαι, τσιγαρίζομαι, τσιτώνομαι, τσουβαλιάζομαι, τσουρουφλίζομαι, τυλίγομαι, τυλώνομαι, τυποποιούμαι, τυπώνομαι, τυραγνιέμαι, τυραννιέμαι, τυφλώνομαι

χ[επεξεργασία]

χαϊδεύομαι, χαϊδολογιέμαι, χαιρετίζομαι, χαλιέμαι, χαλαλίζομαι, χαλιναγωγούμαι, χαλκεύομαι, χαλυβδώνομαι, χαντακώνομαι, χαράζομαι, χαραμίζομαι, χαρτογραφούμαι, χαρτοσημαίνομαι, χασισώνομαι, χαστουκίζομαι, χέζομαι, χειραγωγούμαι, χειραφετούμαι, χειροκροτούμαι, χειροτονούμαι, χειρουργούμαι, χλευάζομαι, χολώνομαι, χορδίζομαι, χορεύομαι, χορηγούμαι, χορογραφούμαι, χρηματοδοτούμαι, χρίζομαι, χρονολογούμαι, χρονομετρούμαι, χρυσοκεντιέμαι, χρυσοπληρώνομαι, χρυσώνομαι, χτενίζομαι, χτίζομαι, χωνεύομαι, χωρίζομαι