ακανθώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακανθώδης < αρχαία ελληνική ἀκανθώδης < ἄκανθα < ἀκή (3. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική épineux) + -ώδης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.kanˈθo.ðis/
Επίθετο[επεξεργασία]
ακανθώδης -ης -ες
- (λόγιο) που έχει αγκάθια
- που μοιάζει με αγκάθι
- οι ακανθώδεις αποφύσεις των οσφυϊκών σπονδύλων
- (μεταφορικά) που είναι δύσκολος στην αντιμετώπισή του
- ≈ συνώνυμα: δυσεπίλυτος, δύσκολος, περίπλοκος
- το ασφαλιστικό είναι ένα ακανθώδες ζήτημα για κάθε κυβέρνηση
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη αγκάθι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'μανιώδης' (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ώδης (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)