αμαύριστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αμαύριστος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που δεν έχει μαυρίσει ή δεν τον έχουν μαυρίσει, δεν έχει πάρει μαύρο χρώμα
- (μεταφορικά) που το ψηφίζουν στις εκλογές
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κυριολεκτικά