ασύρματος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ασύρματος < α- + συρματ- (σύρμα) + -ος < αρχαία ελληνική σύρμα < σύρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tuer (αναδεύω, ανακατεύω) ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική wireless)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈsiɾ.ma.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐σύρ‐μα‐τος
Επίθετο
[επεξεργασία]ασύρματος
- που δεν συνδέεται με ένα καλώδιο / σύρμα με άλλη συσκευή ή δίκτυο
- ασύρματο τηλέφωνο
- ασύρματο πληκτρολόγιο
- που δεν απαιτεί τη χρήση καλωδίων
- ασύρματο δίκτυο
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ασύρματος | οι | ασύρματοι |
γενική | του | ασύρματου & ασυρμάτου |
των | ασύρματων & ασυρμάτων |
αιτιατική | τον | ασύρματο | τους | ασύρματους & ασυρμάτους |
κλητική | ασύρματε | ασύρματοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ασύρματος αρσενικό
- συσκευή ηχητικής επικοινωνίας μεταξύ δύο σταθμών που δεν συνδέονται μεταξύ τους με καλώδιο
- μάταια ο λοχαγός προσπαθούσε να πιάσει με τον ασύρματο το στρατηγείο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ασυρματιστής
- ασυρματίστρια
- ασυρματοφόρο
- ασυρματοφόρος
- → δείτε τις λέξεις σύρμα και σύρω
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα α- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ος (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)