αυστριακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυστριακός < Αυστριακός < Αυστρί(α) + -ακός[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /af.stɾi.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐στρι‐α‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
αυστριακός, -ή, -ό
- ο σχετικός με την Αυστρία ή τους Αυστριακούς
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη Αυστρία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυστριακός
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ αυστριακός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας