αυτοδίκαιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοδίκαιος < ελληνιστική κοινή αὐτοδίκαιον ((σημασιολογικό δάνειο) λατινική ipso jure)
Επίθετο[επεξεργασία]
αυτοδίκαιος -η -ο
- (νομικός όρος) που υπάρχει, συμβαίνει ή γίνεται από μόνος του, αμέσως μετά την εμφάνιση ενός άλλου γεγονότος και ως νομική συνέπεια αυτού, χωρίς να χρειάζεται κάποια άλλη διαδικασία ή απόφαση
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αυτοδικαίως
- → δείτε τις λέξεις αυτός, δίκαιος και δίκη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοδίκαιος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)