βάζο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βάζο | τα | βάζα |
γενική | του | βάζου | των | βάζων |
αιτιατική | το | βάζο | τα | βάζα |
κλητική | βάζο | βάζα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈva.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βά‐ζο
- ομόηχο: βάζω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βάζο ουδέτερο
- πήλινο, γυάλινο, μεταλλικό ή πλαστικό ανοικτό δοχείο, που το χρησιμοποιούμε συνήθως ως διακοσμητικό
- ※ Κάθισαν ο ένας απέναντι στον άλλο, μ' ένα βάζο λουλούδια ανάμεσά τους. (Μένης Κουμανταρέας, Το λουτρό)
- πήλινο, γυάλινο, μεταλλικό ή πλαστικό δοχείο με καπάκι, που το χρησιμοποιούμε συνήθως για φύλαξη τροφίμων ή ποτών
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διακοσμητικό δοχείο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)