δικομματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δικομματικός < δι- (< αρχαία ελληνική δίς) + κομματικός < κόμμα < αρχαία ελληνική κόπτω ((σημασιολογικό δάνειο) (γαλλικά) biparti ή (αγγλικά) bipartisan)
Επίθετο[επεξεργασία]
δικομματικός
- που έχει σχέση με δύο κόμματα ή αναφέρεται σ' αυτά
- Δικομματική είναι πλέον η κυβέρνηση, που δέχτηκε μεγάλο πλήγμα, με αφορμή τους χειρισμούς για την αναδιάρθρωση της ΕΡΤ. (*)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- δικομματισμός
- → δείτε τις λέξεις δι- και κόμμα