καταδρομή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καταδρομή οι καταδρομές
      γενική της καταδρομής των καταδρομών
    αιτιατική την καταδρομή τις καταδρομές
     κλητική καταδρομή καταδρομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καταδρομή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καταδρομή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καταδρομή θηλυκό

  1. η επιθετική ενέργεια που έχει το στοιχείο του αιφνιδιασμού
  2. (μεταφορικά) ο κατατρεγμός που επιφέρει συμφορές

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καταδρομή αἱ καταδρομαί
      γενική τῆς καταδρομῆς τῶν καταδρομῶν
      δοτική τῇ καταδρομ ταῖς καταδρομαῖς
    αιτιατική τὴν καταδρομήν τὰς καταδρομᾱ́ς
     κλητική ! καταδρομή καταδρομαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καταδρομᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  καταδρομαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καταδρομή < κατα- + δρομή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *der- (τρέχω)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καταδρομή θηλυκό

  1. επιδρομή
  2. εισβολή
  3. (μεταφορικά) προσβολή, όνειδος, ονειδισμός
  4. τρύπα στη γη ως φωλιά ζώων ή πτηνών