μύδι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μύδι τα μύδια
      γενική του μυδιού των μυδιών
    αιτιατική το μύδι τα μύδια
     κλητική μύδι μύδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
'Μύδια του είδους Mytilus edulis σε παραλία
Μύδια αχνιστά με σκόρδο.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μύδι < ελληνιστική κοινή μύδιον, υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική μῦς[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈmi.ði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μύ‐δι
ομόηχο: Μήδοι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μύδι ουδέτερο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]