νεοπαντρεμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νεοπαντρεμένος < νεο- + παντρεμένος
Προφορά[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
νεοπαντρεμένος, -η, -ο
- που έχει πρόσφατα παντρευτεί
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νεοπαντρεμένος
|