ξενοφανής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ξενοφανής | η | ξενοφανής | το | ξενοφανές |
γενική | του | ξενοφανούς* | της | ξενοφανούς | του | ξενοφανούς |
αιτιατική | τον | ξενοφανή | την | ξενοφανή | το | ξενοφανές |
κλητική | ξενοφανή(ς) | ξενοφανής | ξενοφανές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ξενοφανείς | οι | ξενοφανείς | τα | ξενοφανή |
γενική | των | ξενοφανών | των | ξενοφανών | των | ξενοφανών |
αιτιατική | τους | ξενοφανείς | τις | ξενοφανείς | τα | ξενοφανή |
κλητική | ξενοφανείς | ξενοφανείς | ξενοφανή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ξενοφανής
- αυτός που φαίνεται ξένος, ασυνήθιστος, ανοίκειος