οικονομοτεχνικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οικονομοτεχνικός η οικονομοτεχνική το οικονομοτεχνικό
      γενική του οικονομοτεχνικού της οικονομοτεχνικής του οικονομοτεχνικού
    αιτιατική τον οικονομοτεχνικό την οικονομοτεχνική το οικονομοτεχνικό
     κλητική οικονομοτεχνικέ οικονομοτεχνική οικονομοτεχνικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οικονομοτεχνικοί οι οικονομοτεχνικές τα οικονομοτεχνικά
      γενική των οικονομοτεχνικών των οικονομοτεχνικών των οικονομοτεχνικών
    αιτιατική τους οικονομοτεχνικούς τις οικονομοτεχνικές τα οικονομοτεχνικά
     κλητική οικονομοτεχνικοί οικονομοτεχνικές οικονομοτεχνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οικονομοτεχνικός < οικονομικός + -ο- + τεχνικός[1] ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική technoeconomic[2])

Επίθετο[επεξεργασία]

οικονομοτεχνικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. οικονομοτεχνικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. οικονομοτεχνικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)