οικονομοτεχνικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οικονομοτεχνικός < οικονομικός + -ο- + τεχνικός[1] ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική technoeconomic[2])
Επίθετο[επεξεργασία]
οικονομοτεχνικός
- που έχει σχέση εξίσου / ταυτόχρονα με τον οικονομικό και τεχνικό τομέα ή αναφέρεται σ’ αυτούς
- ※ Για κάθε Περιφέρεια της χώρας θα καταρτίζεται οικονομοτεχνική μελέτη που θα καταγράφει τη δόμηση (αριθμός, εμβαδόν και κάλυψη κτιρίων και κατασκευών, ημερομηνία κατασκευής κλπ.) εντός των εκτάσεων που περιλαμβάνονται στους αναρτημένους ή κυρωμένους δασικούς χάρτες. (www.tovima.gr, 04.03.2020)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- οικονομοτεχνικά
- → δείτε τις λέξεις οικονομία, οίκος, νέμω και τέχνη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οικονομοτεχνικός
- ↑ οικονομοτεχνικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ οικονομοτεχνικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)