παραμήτριο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παραμήτριο τα παραμήτρια
      γενική του παραμητρίου
παραμήτριου
των παραμητρίων
    αιτιατική το παραμήτριο τα παραμήτρια
     κλητική παραμήτριο παραμήτρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παραμήτριο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική parametrium < αρχαία ελληνική παρά + μήτηρ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pa.raˈmi.tri.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρα‐μή‐τρι‐ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παραμήτριο ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • parametrium στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]