παραμήτριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραμήτριος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική parametrial + -ιος < parametrium < αρχαία ελληνική παρά + μήτηρ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.raˈmi.tri.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐μή‐τρι‐ος
Επίθετο[επεξεργασία]
παραμήτριος, -α, -ο
- (ανατομία, ιατρική) που βρίσκεται δίπλα ή κοντά στη μήτρα
- (ουσιαστικοποιημένο) παραμήτριο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραμήτριος
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα '-ος -ος -ο & -α' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ζημιογόνος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιος (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)