πρόσθημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρόσθημα < αρχαία ελληνική πρόσθημα < προστίθημι < πρός + τίθημι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρόσθημα ουδέτερο
- (σπάνιο) (λόγιο) ό,τι προστίθεται
- άλλες μορφές: προσθήκη
- (ειδικότερα) (οικονομία) φύλλο που προσθέτουμε στο τέλος γραμματίου, συναλλαγματικής κ.λπ., γιατί δεν επαρκεί ο χώρος γι’ αυτά που θέλουμε να γράψουμε
- (γραμματική) πρόσφυμα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρόσθημα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)