σκίμπους

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σκίμπους οι σκίμποδες
      γενική του σκίμποδος των σκιμπόδων
    αιτιατική τον σκίμποδα τους σκίμποδες
     κλητική σκίμπους σκίμποδες
Κατηγορία όπως «βραδύπους» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκίμπους < αρχαία ελληνική σκίμπους

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκίμπους αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σκίμπους οἱ σκίμποδες
      γενική τοῦ σκίμποδος τῶν σκιμπόδων
      δοτική τῷ σκίμποδ τοῖς σκίμποσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν σκίμποδ τοὺς σκίμποδᾰς
     κλητική ! σκίμπους σκίμποδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σκίμποδε
γεν-δοτ τοῖν  σκιμπόδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πρόπους' όπως «πρόπους» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκίμπους < σκίμπτομαι + πούς (ή < σκιμβός + πούς)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκίμπους αρσενικό

  1. (έπιπλο) είδος κρεβατιού, ψάθα, κλίνη
    ※  2ος αιώνας κε Φρύνιχος ο Αράβιος, Ἐκλογὴ ἀττικῶν ῥημάτων καὶ ὀνομάτων, 41
    Σκίμπους λέγε, ἀλλὰ μὴ κράββατος· μιαρὸν γάρ.
  2. είδος φορείου για τη μεταφορά αναπήρων ή γενικότερα ασθενών

Πηγές[επεξεργασία]