τζιμάνι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Τζιμάνη

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τζιμάνι τα τζιμάνια
      γενική του τζιμανιού των τζιμανιών
    αιτιατική το τζιμάνι τα τζιμάνια
     κλητική τζιμάνι τζιμάνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τζιμάνι < τζιμάλι / τζεμάλι < τουρκική cemal (ομορφιά, κάλλος) < αραβική جمال (jamāl, ομορφιά) < جمل (jamula, ομορφαίνω) < ρίζα ج م ل‎ (j-m-l)

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Είχε προταθεί και < αγγλική g-man (government man), άνθρωπος της κυβέρνησης (=ειδικός πράκτορας του FBI)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τζιμάνι ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]