υπαγωγή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπαγωγή | οι | υπαγωγές |
γενική | της | υπαγωγής | των | υπαγωγών |
αιτιατική | την | υπαγωγή | τις | υπαγωγές |
κλητική | υπαγωγή | υπαγωγές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπαγωγή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπαγωγή (βαθμιαία οδήγηση)[1] < ὑπάγω. Συγχρονικά αναλύεται σε υπ- + αγωγή
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.pa.ɣoˈʝi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πα‐γω‐γή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υπαγωγή θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του υπάγω: η ένταξη κάποιου πράγματος σε μια σειρά (ιεραρχικά δομημένη) ή η κατάταξή του σε ευρύτερο πλαίσιο ή σύνολο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υπαγωγή
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ υπαγωγή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υπ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)