φοροτεχνικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φοροτεχνικός η φοροτεχνική το φοροτεχνικό
      γενική του φοροτεχνικού της φοροτεχνικής του φοροτεχνικού
    αιτιατική τον φοροτεχνικό τη φοροτεχνική το φοροτεχνικό
     κλητική φοροτεχνικέ φοροτεχνική φοροτεχνικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φοροτεχνικοί οι φοροτεχνικές τα φοροτεχνικά
      γενική των φοροτεχνικών των φοροτεχνικών των φοροτεχνικών
    αιτιατική τους φοροτεχνικούς τις φοροτεχνικές τα φοροτεχνικά
     κλητική φοροτεχνικοί φοροτεχνικές φοροτεχνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φοροτεχνικός < φόρος + τέχνη

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fo.ɾo.te.xniˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φο‐ρο‐τε‐χνι‐κός

Επίθετο

[επεξεργασία]

φοροτεχνικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με τις φορολογικές υποθέσεις ή αναφέρεται σʼ αυτές
  2. (ουσιαστικοποιημένο) τα φοροτεχνικά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η φοροτεχνικός οι φοροτεχνικοί
      γενική του/της φοροτεχνικού των φοροτεχνικών
    αιτιατική τον/τη φοροτεχνικό τους/τις φοροτεχνικούς
     κλητική φοροτεχνικέ φοροτεχνικοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φοροτεχνικός αρσενικό ή θηλυκό

  1. που έχει ειδικευτεί σε φορολογικές υποθέσεις
  2. (ειδικότερα) ο λογιστής

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]