χρήσιμος ηλίθιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χρήσιμος ηλίθιος < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική useful idiot. → δείτε και τις λέξεις χρήσιμος και ηλίθιος
Προφορά[επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
χρήσιμος ηλίθιος αρσενικό
- (ιστορία, μειωτικό) υποστηρικτής των κομμουνιστών στις δυτικές χώρες οι οποίοι ανήκαν στην πολιτική δεξιά
- ※ Την εποχή της παντοδυναμίας του, ο Σοβιετικός δικτάτωρ Ιωσήφ Στάλιν εισήγαγε τον πολιτικό όρο του «χρήσιμου ηλίθιου» για να προσδιορίσει εκείνη την κατηγορία πολιτών που εκ προαιρέσεως αγαθής ακολουθούσαν ακρίτως τη μοσχοβίτικη πολιτική ως συνοδοιπορούντες.
- Ιορδανίδης, Κώστας (23 Μαρτίου 2017), «Οι χρήσιμοι ηλίθιοι», Η Καθημερινή
- ※ Την εποχή της παντοδυναμίας του, ο Σοβιετικός δικτάτωρ Ιωσήφ Στάλιν εισήγαγε τον πολιτικό όρο του «χρήσιμου ηλίθιου» για να προσδιορίσει εκείνη την κατηγορία πολιτών που εκ προαιρέσεως αγαθής ακολουθούσαν ακρίτως τη μοσχοβίτικη πολιτική ως συνοδοιπορούντες.
- (πολιτική, μειωτικό) άτομο που φαίνεται να υποστηρίζει άθελά του έναν κακόβουλο σκοπό μέσα από τις αφελείς προσπάθειές του να φανεί καλός
- ※ Ο χρήσιμος ηλίθιος πρέπει να είναι ξεδιάντροπος: άρπαγας της δημόσιας γης, φοροφυγάς, να κλωτσάει τον ξένο, να γλείφει τον δυνατό, να θεωρεί τα τζάκια θείο δώρο, να παρακαλάει, να σκύβει, να κλέβει από την τσέπη του.
- Καναβούρης, Κώστας (8 Σεπτεμβρίου 2019), Υπάρχει λόγος / Χρήσιμοι ηλίθιοι, Η Αυγή
- ※ Ο χρήσιμος ηλίθιος πρέπει να είναι ξεδιάντροπος: άρπαγας της δημόσιας γης, φοροφυγάς, να κλωτσάει τον ξένο, να γλείφει τον δυνατό, να θεωρεί τα τζάκια θείο δώρο, να παρακαλάει, να σκύβει, να κλέβει από την τσέπη του.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χρήσιμος ηλίθιος
|
Κατηγορίες:
- Κλίση αρσενικών πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Εκφράσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)