ἀμβροσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀμβροσίᾱ | αἱ | ἀμβροσίαι |
γενική | τῆς | ἀμβροσίᾱς | τῶν | ἀμβροσιῶν |
δοτική | τῇ | ἀμβροσίᾳ | ταῖς | ἀμβροσίαις |
αιτιατική | τὴν | ἀμβροσίᾱν | τὰς | ἀμβροσίᾱς |
κλητική ὦ! | ἀμβροσίᾱ | ἀμβροσίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀμβροσίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀμβροσίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀμβροσία < θηλυκό του ἀμβρόσιος < ἄμβροτος < ἀ- + βροτός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mr̥twós, *mr̥tós (νεκρός, θνητός), *mr̥tó- < *mer- (πεθαίνω)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἀμβροσία
- (ελληνική μυθολογία) αμβροσία
- αθανασία
- ελιξίριο ζωής
- άρωμα
- αλοιφή
- τροφή των ίππων της Ήρας
- (φυτό) αμβροσία (Ambrosia maritima)
- (φυτό) κρίνο
- είδος κρασιού
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνική μυθολογία (αρχαία ελληνικά)
- Φυτά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)