ἄντυξ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ἄντῠγ | |||||
ονομαστική | ἡ | ἄντυξ | αἱ | ἄντυγες | |
γενική | τῆς | ἄντυγος | τῶν | ἀντύγων | |
δοτική | τῇ | ἄντυγῐ | ταῖς | ἄντυξῐ(ν) | |
αιτιατική | τὴν | ἄντυγᾰ | τὰς | ἄντυγᾰς | |
κλητική ὦ! | ἄντυξ | ἄντυγες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἄντυγε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀντύγοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'πτέρυξ' όπως «πτέρυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἄντυξ < → λείπει η ετυμολογία[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἄντῠξ θηλυκό
- το πλαίσιο, η άκρη κάποιου πράγματος (κυκλικού, σκαλισμένου κ.λπ.)
- (αστρονομία) πλανητική τροχιά
- ο σκελετός μιας λύρας
- ο δίσκος της σελήνης
- ἄντυγες: (συνεκδοχικά) το άρμα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- ἄντυξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄντυξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ Παλαιότερα θεωρούσαν ότι προερχόταν από την πρόθεση ἀνά και το επίθημα -τυξ < τεύχω, τετυκεῖν. Ο Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2. όμως θεωρεί πως κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν…
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πτέρυξ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πτέρυξ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πτέρυξ' θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πτέρυξ' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αστρονομία (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)