Αλσατή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αλσατή

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αλσατή οι Αλσατές
      γενική της Αλσατής των Αλσατών
    αιτιατική την Αλσατή τις Αλσατές
     κλητική Αλσατή Αλσατές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Αλσατή < Αλσατ(ός) +

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /al.saˈti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αλ‐σα‐τή

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Αλσατή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Αλσατός