Αμβροσιάτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Αμβροσιάτος < Αμβρόσι(ος) + -άτος
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Αμβροσιάτος αρσενικό (θηλυκό Αμβροσιάτου)
Αμβροσιάτος αρσενικό (θηλυκό Αμβροσιάτου)