Αμοιρσούδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αμοιρσούδα οι Αμοιρσούδες
      γενική της Αμοιρσούδας
    αιτιατική την Αμοιρσούδα τις Αμοιρσούδες
     κλητική Αμοιρσούδα Αμοιρσούδες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Αμοιρσούδα < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.miɾˈsu.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐μοιρ‐σού‐δα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Αμοιρσούδα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]