Ασμοδαίος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ασμοδαίος < ελληνιστική κοινή Ἀσμοδαῖος < εβραϊκή אשמדאי
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ασμοδαίος αρσενικό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Ασμοδαίος στη Βικιπαίδεια