Ασπροπυργιώτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ασπροπυργιώτης < Ασπρόπυργ(ος) + -ιώτης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.spɾo.piɾˈʝo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐σπρο‐πυρ‐γιώ‐της
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ασπροπυργιώτης αρσενικό (θηλυκό Ασπροπυργιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατοικεί ή κατάγεται από τον Ασπρόπυργο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ασπροπυργιώτης
|