Ασύρματος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ασύρματος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ασύρματος οι Ασύρματοι
      γενική του Ασυρμάτου των Ασυρμάτων
    αιτιατική τον Ασύρματο τους Ασυρμάτους
     κλητική Ασύρματε Ασύρματοι
συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ασύρματος < ασύρματος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈsiɾ.ma.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐σύρ‐μα‐τος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ασύρματος αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]