Αυστριακιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αυστριακιά | οι | Αυστριακιές |
γενική | της | Αυστριακιάς | των | Αυστριακιών |
αιτιατική | την | Αυστριακιά | τις | Αυστριακιές |
κλητική | Αυστριακιά | Αυστριακιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Αυστριακιά < Αυστριακ(ός) + -ιά
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /af.stɾi.aˈca/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αυ‐στρι‐α‐κιά
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Αυστριακιά θηλυκό
- (εθνικό όνομα, λαϊκότροπο) άλλη μορφή του Αυστριακή
- ※ Σ’ αυτό το σπίτι, με τη μαρμάρινη σκάλα και τις κολόνες στην είσοδο, πολύ συχνά και σε ακαθόριστες ώρες παίζανε πιάνο και, μια φορά την εβδομάδα, φέρνανε μια ηλικιωμένη Αυστριακιά, με σακούλες στα μάτια και βρογχοκήλη, τη Frau Meyring, και τους τραγουδούσε συνοδεία πιάνου.
- Δημήτρης Νόλλας, Οι ιστορίες είναι πάντα ξένες. Αθήνα: Ίκαρος, 2016, σελ. 47
- ※ Σ’ αυτό το σπίτι, με τη μαρμάρινη σκάλα και τις κολόνες στην είσοδο, πολύ συχνά και σε ακαθόριστες ώρες παίζανε πιάνο και, μια φορά την εβδομάδα, φέρνανε μια ηλικιωμένη Αυστριακιά, με σακούλες στα μάτια και βρογχοκήλη, τη Frau Meyring, και τους τραγουδούσε συνοδεία πιάνου.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αυστριακιά
→ δείτε τη λέξη Αυστριακή |
Πηγές[επεξεργασία]
- Αυστριακή - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Εθνικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)