Βάιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Βάιος | οι | Βάιοι |
γενική | του | Βαΐου & Βάιου |
των | Βαΐων & Βάιων |
αιτιατική | τον | Βάιο | τους | Βαΐους & Βάιους |
κλητική | Βάιε | Βάιοι | ||
όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Βάιος αρσενικό
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Βάιος