Βένιζα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Βένιζα οι Βένιζες
      γενική της Βένιζας των Βενιζών
    αιτιατική τη Βένιζα τις Βένιζες
     κλητική Βένιζα Βένιζες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Βένιζα < (άμεσο δάνειο) αρβανίτικη venizë[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈve.ni.za/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βέ‐νι‐ζα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Βένιζα θηλυκό

  1. οικισμός της Αττικής
  2. νησίδα του Αργοσαρωνικού
     συνώνυμα: Βέντζα, Βέντζος

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]