Βενέτω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Βενετώ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Βενέτω οι Βενέτες
      γενική της Βενέτως των Βενέτων
    αιτιατική τη Βενέτω τις Βενέτες
     κλητική Βενέτω Βενέτες
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος.
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Βενέτω < Βενετ(ία) +

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /veˈne.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βε‐νέ‐τω

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Βενέτω θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]