Βηθλεεμίτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Βηθλεεμίτης οἱ Βηθλεεμίται
      γενική τοῦ Βηθλεεμίτου τῶν Βηθλεεμιτῶν
      δοτική τῷ Βηθλεεμίτ τοῖς Βηθλεεμίταις
    αιτιατική τὸν Βηθλεεμίτην τοὺς Βηθλεεμίτᾱς
     κλητική ! Βηθλεεμίτ Βηθλεεμίται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Βηθλεεμίτ
γεν-δοτ τοῖν  Βηθλεεμίταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Βηθλεεμίτης < Βηθλεέμ + -ίτης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Βηθλεεμίτης αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]