Βόρις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Βόρης

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Βόρις οι Βόριδες
      γενική του Βόριδος των Βορίδων
(Βόριδων*)
    αιτιατική τον Βόρι(ν) τους Βόριδες
     κλητική Βόρι Βόριδες
Κλίση από τα αρχαία ελληνικά. * Ο τύπος γενικής πληθυντικού -'ιδων, στη δημοτική.
Κατηγορία όπως «ρίψασπις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Βόρις < (άμεσο δάνειο) βουλγαρική Борис

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Βόρις αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]