Βῶλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: βῶλος, Βώλος, βόλος, Βόλος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Βῶλος
      γενική τοῦ Βώλου
      δοτική τῷ Βώλ
    αιτιατική τὸν Βῶλον
     κλητική ! Βῶλε
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Βῶλος < βῶλος (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Βῶλος αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα: Βώλος
  2. τοπωνύμιο κοντά στην Παλλήνη στη χερσόνησο της Κασσάνδρας στη Χαλκιδική

Πηγές[επεξεργασία]