Κασσάνδρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Κασσάνδρα < αρχαία ελληνική Κασσάνδρα / Κασάνδρα, θηλυκό του Κάσσανδρος / Κάσανδρος < κέκασμαι + ἀνήρ
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Κασσάνδρα θηλυκό
- (ελληνική μυθολογία) κόρη του βασιλιά της Τροίας Πριάμου, η οποία είχε λάβει το χάρισμα από τον Απόλλωνα να προφητεύει σωστά δυσάρεστα, συνήθως, γεγονότα, χωρίς όμως να την πιστεύουν
- (μετωνυμία) κάποιος που προβλέπει δυσάρεστες καταστάσεις και προμαντεύει δυσοίωνες ή καταστροφικές εξελίξεις, τις οποίες οι άλλοι αρνούνται να δεχτούν ή για τις οποίες δυσπιστούν
- γυναικείο όνομα
- η δυτική χερσόνησος της Χαλκιδικής
- κόλπος της Ελλάδας, ο συνήθως αποκαλούμενος Τορωναίος κόλπος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
Κασσάνδρα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - τοπωνύμια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελληνική μυθολογία (νέα ελληνικά)
- Μετωνυμίες (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (νέα ελληνικά)
- Χερσόνησοι της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Χερσόνησοι (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Κόλποι της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Κόλποι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)