Κασσάνδρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κασσάνδρα οι Κασσάνδρες
      γενική της Κασσάνδρας των Κασσανδρών
    αιτιατική την Κασσάνδρα τις Κασσάνδρες
     κλητική Κασσάνδρα Κασσάνδρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Η χερσόνησος της Κασσάνδρας, πρώτη από αριστερά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κασσάνδρα < αρχαία ελληνική Κασσάνδρα / Κασάνδρα, θηλυκό του Κάσσανδρος / Κάσανδρος < κέκασμαι + ἀνήρ

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κασσάνδρα θηλυκό

  1. (ελληνική μυθολογία) κόρη του βασιλιά της Τροίας Πριάμου, η οποία είχε λάβει το χάρισμα από τον Απόλλωνα να προφητεύει σωστά δυσάρεστα, συνήθως, γεγονότα, χωρίς όμως να την πιστεύουν
  2. (μετωνυμία) κάποιος που προβλέπει δυσάρεστες καταστάσεις και προμαντεύει δυσοίωνες ή καταστροφικές εξελίξεις, τις οποίες οι άλλοι αρνούνται να δεχτούν ή για τις οποίες δυσπιστούν
  3. γυναικείο όνομα
  4. η δυτική χερσόνησος της Χαλκιδικής
  5. κόλπος της Ελλάδας, ο συνήθως αποκαλούμενος Τορωναίος κόλπος

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]