Γενέσιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: γενέσιον

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική τὸ Γενέσιον
      γενική τοῦ Γενεσίου
      δοτική τῷ Γενεσί
    αιτιατική τὸ Γενέσιον
     κλητική ! Γενέσιον
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Γενέσιον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου Γενέσιος γενέσιος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Γενέσιον ουδέτερο, μόνο στον ενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]