ποσότητα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη chr |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη ru |
||
Γραμμή 66: | Γραμμή 66: | ||
[[lo:ποσότητα]] |
[[lo:ποσότητα]] |
||
[[mg:ποσότητα]] |
[[mg:ποσότητα]] |
||
[[ru:ποσότητα]] |
Αναθεώρηση της 19:50, 4 Νοεμβρίου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ποσότητα < αρχαία ελληνική ποσότης
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
ποσότητα θηλυκό
- αφηρημένη έννοια που αναφέρεται στο μέγεθος (πόσο;) ή τον αριθμό (πόσα;)
- η ποσότητα του αλκοόλ σε αυτά τα σοκολατάκια είναι τόσο μικρή που δεν θα έπρεπε να σε νοιάζει
- η ποσότητα νερού στο σώμα ενός ανθρώπου με μέσο βάρος 70 kg είναι περίπου 40 λίτρα
- η ποσότητα των 10 ml της ουσίας αρκεί για να...