κατατρόπωση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις |
|||
Γραμμή 7: | Γραμμή 7: | ||
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}} |
||
*η [[διαδικασία]] ή το [[αποτέλεσμα]] του [[κατατροπώνω]] |
*η [[διαδικασία]] ή το [[αποτέλεσμα]] του [[κατατροπώνω]] |
||
{{clear}} |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή}} |
Αναθεώρηση της 06:16, 29 Μαΐου 2021
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατατρόπωση | οι | κατατροπώσεις |
γενική | της | κατατρόπωσης* | των | κατατροπώσεων |
αιτιατική | την | κατατρόπωση | τις | κατατροπώσεις |
κλητική | κατατρόπωση | κατατροπώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κατατροπώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- κατατρόπωση < μεσαιωνική ελληνική κατατρόπωσις < ελληνιστική κοινή κατατροπόω
Ουσιαστικό
κατατρόπωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κατατροπώνω
Μεταφράσεις
κατατρόπωση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)