αλιφασκιά: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ pwb.py update labels ετικέτες |
μ Ρομπότ: Αυτόματη αντικατάσταση κειμένου (-{{el-κλίσ-'καρδιά +{{el-κλίση-'καρδιά) |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el- |
{{el-κλίση-'καρδιά'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{μσν|αλισφακιά}} < {{αρχ|ἐλελίσφακος}} |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{μσν|αλισφακιά}} < {{αρχ|ἐλελίσφακος}} |
Αναθεώρηση της 17:08, 13 Αυγούστου 2021
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλιφασκιά | οι | αλιφασκιές |
γενική | της | αλιφασκιάς | των | αλιφασκιών |
αιτιατική | την | αλιφασκιά | τις | αλιφασκιές |
κλητική | αλιφασκιά | αλιφασκιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- αλιφασκιά < μεσαιωνική ελληνική αλισφακιά < αρχαία ελληνική ἐλελίσφακος
Ουσιαστικό
αλιφασκιά θηλυκό
- (βοτανική) (λαϊκότροπο) το φυτό φασκομηλιά
- το αφέψημα που φτιάχνεται από τα φύλλα του (1)
Άλλες μορφές
Μεταφράσεις
αλιφασκιά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)