αλεύρι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ προσθήκη παραμέτρου γλώσσας στο πρότυπο του μέρους λόγου |
μ αφαίρεση κατηγοριών που θα γίνονται στο εξής αυτόματα |
||
Γραμμή 59: | Γραμμή 59: | ||
* {{fi}} : {{ξεν|fi|jauho}} |
* {{fi}} : {{ξεν|fi|jauho}} |
||
{{)}} |
{{)}} |
||
[[Κατηγορία:Ελληνικά ουσιαστικά]] |
Αναθεώρηση της 11:15, 9 Δεκεμβρίου 2007
- αλεύρι < Πρότυπο:προσχέδιο-ετυμ
Πρότυπο:-ουσ- αλεύρι ουδέτερο
- σκόνη που παρασκευάζεται από τους σπόρους διάφορων δημητριακών με άλεση, και χρησιμοποιείται στη μαγειρική, τη ζαχαροπλαστική και την παρασκευή του ψωμιού
- ακριβός στα πίτουρα και φθηνός στο αλεύρι : για κάποιον που ξοδεύει πολλά σε μη σημαντικά πράγματα και λίγα στα πιο σημαντικά