Ευαγγελάτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ευαγγελάτος < Ευάγγελ(ος) + -άτος
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ευαγγελάτος αρσενικό (θηλυκό Ευαγγελάτου)
Ευαγγελάτος αρσενικό (θηλυκό Ευαγγελάτου)