Ευγενούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ευγενούλα | οι | Ευγενούλες |
γενική | της | Ευγενούλας | — | |
αιτιατική | την | Ευγενούλα | τις | Ευγενούλες |
κλητική | Ευγενούλα | Ευγενούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ευγενούλα < Ευγεν(ία) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ευγενούλα θηλυκό
- υποκοριστικό, χαϊδευτικό γυναικείο όνομα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ευγενία
Ευγενούλα
|