Ευσεβούλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ευσεβούλα οι Ευσεβούλες
      γενική της Ευσεβούλας
    αιτιατική την Ευσεβούλα τις Ευσεβούλες
     κλητική Ευσεβούλα Ευσεβούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ευσεβούλα < Ευσεβ(ία) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα ή του Ευσεβεία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ευσεβούλα θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ευσεβία