Θεοδοσάτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Θεοδοσάτος < Θεοδόσ(ης) ή Θεοδόσι(ος) + -άτος
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Θεοδοσάτος αρσενικό (θηλυκό Θεοδοσάτου)
Θεοδοσάτος αρσενικό (θηλυκό Θεοδοσάτου)