Ισλάμ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ισλάμ < (άμεσο δάνειο) γαλλική islam < αραβική إسلام (ʾislām, υποταγή) < أسلم (ʾaslama) < ρίζα س ل م (s-l-m)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Ισλάμ ουδέτερο άκλιτο
- (θρησκεία) μονοθεϊστική θρησκεία του Αραβικού, κυρίως κόσμου, η οποία διαμορφώθηκε με το κήρυγμα και τη δράση του Προφήτη Μωάμεθ (Μουχάμαντ) στις αρχές του 7ου αιώνα
- (συνεκδοχικά) οι λαοί και τα έθνη που πιστεύουν στην παραπάνω θρησκεία