Καναδέζα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: καναδέζα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Καναδέζα οι Καναδέζες
      γενική της Καναδέζας
    αιτιατική την Καναδέζα τις Καναδέζες
     κλητική Καναδέζα Καναδέζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Καναδέζα < Καναδέζ(ος) + (-έζα)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.naˈðe.za/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐να‐δέ‐ζα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Καναδέζα θηλυκό

  1. (εθνικό όνομα, οικείο) θηλυκό του Καναδέζος, η Καναδή
  2. (στρατιωτικό όχημα) → δείτε τη λέξη καναδέζα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Καναδός