Κεραμιώτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κεραμιώτης

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κεραμιώτης οι Κεραμιώτες
      γενική του Κεραμιώτη των Κεραμιωτών
    αιτιατική τον Κεραμιώτη τους Κεραμιώτες
     κλητική Κεραμιώτη Κεραμιώτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κεραμιώτης < Κεραμ(ωτή) + -ιώτης

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ce.ɾaˈmɲo.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κε‐ρα‐μιώ‐της

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κεραμιώτης αρσενικό (θηλυκό Κεραμιώτισσα)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]