Κεραμωτό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Κεραμωτό | τα | Κεραμωτά |
γενική | του | Κεραμωτού | των | Κεραμωτών |
αιτιατική | το | Κεραμωτό | τα | Κεραμωτά |
κλητική | Κεραμωτό | Κεραμωτά | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Κεραμωτό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κεραμωτός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ce.ɾa.moˈto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κε‐ρα‐μω‐τό
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Κεραμωτό ουδέτερο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)